Phosphor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Phosphor (de) αρσενικό ή ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: φώσφορος