Physikprofessorin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Physikprofessorin (de) θηλυκό (αρσενικό Physikprofessor)
- (φυσική, επάγγελμα) η καθηγήτρια φυσικής