Physikprofessorin
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Physikprofessorin (de) θηλυκό (αρσενικό Physikprofessor)
- (φυσική, επάγγελμα) η καθηγήτρια φυσικής
Physikprofessorin (de) θηλυκό (αρσενικό Physikprofessor)