Plankton
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Plankton: ονομασία που δόθηκε από το γερμανό φυσιολόγο Viktor Hensen < αρχαία ελληνική πλαγκτόν ουδέτερο του πλαγκτός (που πλέει άστατα) < πλάζω. [1]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Plankton (de) ουδέτερο
- το πλαγκτόν
Απόγονοι
[επεξεργασία]Plankton (γερμανικά)
→ και δείτε Plankton#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «πλαγκτόν» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.