Polynésien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Polynésien | Polynésiens |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Polynésien (fr) αρσενικό
- (εθνικό όνομα) o κάτοικος της Πολυνησίας
Δείτε επίσης : polynésien |
ενικός | πληθυντικός |
Polynésien | Polynésiens |
Polynésien (fr) αρσενικό