Portugiesisch
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Portugiesisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η πορτογαλική γλώσσα, τα πορτογαλικά
![]() |
Portugiesisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό