Pro
Εμφάνιση
Διεθνείς όροι (uni)
[επεξεργασία]
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Pro
- (βιοχημεία) συντομογραφία του αμινοξέος προλίνη. Συμβολίζεται και με P
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Pro < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Pro αρσενικό ή θηλυκό