Μετάβαση στο περιεχόμενο

Puls

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Puls die Pulse
γενική des Pulses der Pulse
δοτική dem Puls
Pulse
den Pulsen
αιτιατική den Puls die Pulse

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Puls < λατινική pulsus

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Puls (de) (πληθυντικός Pulse) αρσενικό

  • σφυγμός
    Man kann den Puls auf mehrere Arten messen. - Μπορεί κανείς να μετρήσει τον σφυγμό του με αρκετούς τρόπους.


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Puls αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Puls < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Puls αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden