Puls
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Puls | die | Pulse |
γενική | des | Pulses | der | Pulse |
δοτική | dem | Puls Pulse |
den | Pulsen |
αιτιατική | den | Puls | die | Pulse |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Puls (de) (πληθυντικός Pulse) αρσενικό
- σφυγμός
- Man kann den Puls auf mehrere Arten messen. - Μπορεί κανείς να μετρήσει τον σφυγμό του με αρκετούς τρόπους.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Puls αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Puls < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Puls αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]