Rübe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Rübe | die Rüben |
γενική | der Rübe | der Rüben |
δοτική | der Rübe | den Rüben |
αιτιατική | die Rübe | die Rüben |
Rübe (de) θηλυκό
- (βοτανική) το τεύτλο
- (γαστρονομία) το γογγύλι
- (καθομιλουμένη) η κεφάλα