Rübe
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Rübe | die | Rüben |
γενική | der | Rübe | der | Rüben |
δοτική | der | Rübe | den | Rüben |
αιτιατική | die | Rübe | die | Rüben |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Rübe (de) θηλυκό