Resolution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: resolution, résolution

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Resolution (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Resolutionen)

  1. η απόφαση
  2. η παράκληση
  3. (τεχνολογία) η ευκρίνεια εικόνας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]