Richtung

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Richtung die Richtungen
γενική der Richtung der Richtungen
δοτική der Richtung den Richtungen
αιτιατική die Richtung die Richtungen

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Richtung (de) θηλυκό

  • η κατεύθυνση
    ich gehe in diese Richtung - πηγαίνω προς αυτή την κατεύθυνση