SSH
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
SSH (en) αρκτικόλεξο
- (δίκτυο υπολογιστών) συντομογραφία του: Secure Shell
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- SSH στην αγγλική Βικιπαίδεια