Μετάβαση στο περιεχόμενο

SSL

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
SSL < Secure Sockets Layer (by Netscape in 1996)

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

SSL (en) αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • SSL στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Secure Sockets Layer (SSL). Πρόσβαση 2021-03-24.