Schülerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schülerin | die | Schülerinnen |
γενική | der | Schülerin | der | Schülerinnen |
δοτική | der | Schülerin | den | Schülerinnen |
αιτιατική | die | Schülerin | die | Schülerinnen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schülerin (de) θηλυκό (αρσενικό : Schüler)
- (εκπαίδευση) η μαθήτρια