Schiffbruch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Schiffbruch | die | Schiffbrüche |
γενική | des | Schiffbruches Schiffbruchs |
der | Schiffbrüche |
δοτική | dem | Schiffbruch Schiffbruche |
den | Schiffbrüchen |
αιτιατική | den | Schiffbruch | die | Schiffbrüche |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schiffbruch (de) αρσενικό