Schuhmacherin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schuhmacherin (de) θηλυκό (αρσενικό Schuhmacher)
Schuhmacherin (de) θηλυκό (αρσενικό Schuhmacher)