Schwefel
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schwefel (de) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: θείο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schwefel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Schwefel αρσενικό ή θηλυκό