Schwester
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schwester | die | Schwestern |
γενική | der | Schwester | der | Schwestern |
δοτική | der | Schwester | den | Schwestern |
αιτιατική | die | Schwester | die | Schwestern |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schwester < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική swester < παλαιά άνω γερμανική swester [1] < πρωτογερμανική *swestēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swésōr [2]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schwester (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η αδελφή
- (μεταφορικά) συντρόφισσα, φίλη
- (εκκλησιαστικός όρος, καθολικισμός) προσφώνηση μοναχής
- η νοσοκόμα
- (αργκό) ο ομοφυλόφιλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Schwester- (αδελφή (επίθετο) Γερμανικές λέξεις με πρόθημα Schwester- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά Schwestergesellschaft Schwestergruppe
- Halbschwester
- Krankenschwester
- Schwesterschiff
- Stiefschwester
- Zwillingsschwester
- Λήμματα με 'Schwester' στην Κατηγορία:Γερμανική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με τον όρο 'Schwester' στην Κατηγορία:Γερμανική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Schwester στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)
- Μεταφορικοί όροι (γερμανικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (γερμανικά)
- Αργκό (γερμανικά)