Seegurke
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Seegurke | die | Seegurken |
γενική | der | Seegurke | der | Seegurken |
δοτική | der | Seegurke | den | Seegurken |
αιτιατική | die | Seegurke | die | Seegurken |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈzeːˌɡʊʁkə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Seegurke (de) θηλυκό