Slowenisch
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sloˈveːnɪʃ/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Slo‐we‐nisch
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Slowenisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
![]() |
Slowenisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό