Sozialismus
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Sozialismus | die Sozialismen |
γενική | des Sozialismus | der Sozialismen |
δοτική | dem Sozialismus | den Sozialismen |
αιτιατική | den Sozialismus | die Sozialismen |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Sozialismus (de) αρσενικό
- (οικονομία) ο σοσιαλισμός