Spieler
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Spieler | die | Spieler |
γενική | des | Spielers | der | Spieler |
δοτική | dem | Spieler | den | Spielern |
αιτιατική | den | Spieler | die | Spieler |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Spieler (de), αρσενικό
- ο παίχτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Spieler < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Spieler αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Spieler < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Spieler αρσενικό ή θηλυκό