Stabilecpakto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Stabilecpakto < stabileco (σταθερότητα) + pakto (σύμφωνο, συμφωνία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Stabilecpakto | Stabilecpaktoj |
αιτιατική | Stabilecpakton | Stabilecpaktojn |
Stabilecpakto (eo)