Μετάβαση στο περιεχόμενο

Stand

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: stand
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Stand die Stände
γενική des Standes
Stands
der Stände
δοτική dem Stand
Stande
den Ständen
αιτιατική den Stand die Stände

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃtant/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Stand (de) αρσενικό

  1. η στάση
  2. η κατάσταση
  3. η τάξη
  4. το επίπεδο
  5. η στάθμη, το ύψος, η ένδειξη
  6. ο πάγκος, το περίπτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stand < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stand αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023