Stelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Stelle (de) θηλυκό
- ich kenne ein paar Stellen... - ξέρω μερικά μέρη...