Stimme
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Stimme | die | Stimmen |
γενική | der | Stimme | der | Stimmen |
δοτική | der | Stimme | den | Stimmen |
αιτιατική | die | Stimme | die | Stimmen |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Stimme (de) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Stimme - Duden online.
- Stimme - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).