Μετάβαση στο περιεχόμενο

Stimme

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Stimme die Stimmen
γενική der Stimme der Stimmen
δοτική der Stimme den Stimmen
αιτιατική die Stimme die Stimmen

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Stimme (de) θηλυκό

  1. (μουσική) η φωνή
  2. η ψήφος
  3. η γνώμη
  • Stimme - Duden online.
  • Stimme - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).