Μετάβαση στο περιεχόμενο

Stollen

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Stollen die Stollen
γενική des Stollens der Stollen
δοτική dem Stollen den Stollen
αιτιατική den Stollen die Stollen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stollen < μέση άνω γερμανική stolle < παλαιά άνω γερμανική stollo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃtɔlən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Stollen (de) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]