Μετάβαση στο περιεχόμενο

Stolz

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: stolz

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Stolz (de) αρσενικό

  1. η αλαζονεία
  2. η περηφάνια

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stolz αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stolz < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stolz αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stolz < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stolz αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden