Studie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Studie | die Studien |
γενική | der Studie | der Studien |
δοτική | der Studie | den Studien |
αιτιατική | die Studie | die Studien |
Studie (de) θηλυκό