Stunde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Stunde (de) θηλυκό
- sie hat zehn Stunden geschlafen - κοιμήθηκε δέκα ώρες