Sturheit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Sturheit | die | Sturheiten |
γενική | der | Sturheit | der | Sturheiten |
δοτική | der | Sturheit | den | Sturheiten |
αιτιατική | die | Sturheit | die | Sturheiten |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Sturheit (de) θηλυκό
- ξεροκεφαλιά, άχρηστη επιμονή