Tahitien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Tahitien | Tahitiens |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tahitien (fr) αρσενικό
- (εθνικό όνομα) o κάτοικος της Ταϊτής
Δείτε επίσης : tahitien |
ενικός | πληθυντικός |
Tahitien | Tahitiens |
Tahitien (fr) αρσενικό