Tochter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Tochter | die | Töchter |
γενική | der | Tochter | der | Töchter |
δοτική | der | Tochter | den | Töchtern |
αιτιατική | die | Tochter | die | Töchter |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Tochter < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική tohter < παλαιά άνω γερμανική tohter [1] < πρωτογερμανική *duhtar- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰugh₂tḗr [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tochter (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η κόρη
- η θυγατρική εταιρεία
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Tochter στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)