Unterhaltung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Unterhaltung | die | Unterhaltungen |
γενική | der | Unterhaltung | der | Unterhaltungen |
δοτική | der | Unterhaltung | den | Unterhaltungen |
αιτιατική | die | Unterhaltung | die | Unterhaltungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Unterhaltung (de) θηλυκό