VPS
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
VPS (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) αρκτικόλεξο του: virtual private server
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
VPS στην αγγλική Βικιπαίδεια