VR
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
VR | VRs |
VR (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) συντομογραφία του virtual reality
ενικός | πληθυντικός |
VR | VRs |
VR (en) αρκτικόλεξο