Verbraucher
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Verbraucher | die | Verbraucher |
γενική | des | Verbrauchers | der | Verbraucher |
δοτική | dem | Verbraucher | den | Verbrauchern |
αιτιατική | den | Verbraucher | die | Verbraucher |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Verbraucher < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Verbraucher (de) αρσενικό