Vereinigte Staaten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
πτώση | πληθυντικός |
---|---|
ονομαστική | Vereinigte Staaten |
γενική | Vereinigter Staaten |
δοτική | Vereinigten Staaten |
αιτιατική | Vereinigte Staaten |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Vereinigte Staaten < vereinigt (ηνωμένος) + Staaten (πολιτείες) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική United States
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Vereinigte Staaten (de) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Vereinigte Staaten στη γερμανική Βικιπαίδεια