Verfügung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Verfügung | die | Verfügungen |
γενική | der | Verfügung | der | Verfügungen |
δοτική | der | Verfügung | den | Verfügungen |
αιτιατική | die | Verfügung | die | Verfügungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Verfügung (de) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη verfügen