Verkäufer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɛɐ̯ˈkɔɪ̯fɐ/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ver‐käu‐fer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Verkäufer (de) αρσενικό
- ο πωλητής
Verkäufer (de) αρσενικό