Versicherung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Versicherung | die | Versicherungen |
γενική | der | Versicherung | der | Versicherungen |
δοτική | der | Versicherung | den | Versicherungen |
αιτιατική | die | Versicherung | die | Versicherungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Versicherung (de) θηλυκό