Versuchsflieger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Versuchsflieger | die | Versuchsflieger |
γενική | des | Versuchsfliegers | der | Versuchsflieger |
δοτική | dem | Versuchsflieger | den | Versuchsfliegern |
αιτιατική | den | Versuchsflieger | die | Versuchsflieger |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Versuchsflieger (de) αρσενικό