Visitenkarte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Visitenkarte (de) θηλυκό

  • κάρτα (με όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο, κ.λπ.)