Μετάβαση στο περιεχόμενο

Wörtern

Από Βικιλεξικό

Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

Wörtern (de) ουδέτερο