Wagenführer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Wagenführer (de) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  Wagen