Weg

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: weg, -weg

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /veːk/ & /veːç/
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Weg (de) αρσενικό