Weg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Weg (de) αρσενικό
- ο δρόμος
- der Weg ist nicht lang - ο δρόμος δεν είναι μεγάλος / μακρύς