Weltkrieg
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Weltkrieg (de) θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- der erste / zweite Weltkrieg: ο Α'/Β' παγκόσμιος πόλεμος