Westen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Westen | - |
γενική | des Westens | - |
δοτική | dem Westen | - |
αιτιατική | den Westen | - |
Westen (de) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η δύση