Whale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: whale

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Whale (en)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Whale < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Whale αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]