Wiederhören
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wiederhören (de) ουδέτερο
- το να ακούει κάποιος ξανά. Μόνο στην έκφραση:
- auf Wiederhören!: « τα λέμε » (στο τηλέφωνο)