Wiederhören

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Wiederhören (de) ουδέτερο

  1. το να ακούει κάποιος ξανά. Μόνο στην έκφραση:
    auf Wiederhören!: « τα λέμε » (στο τηλέφωνο)