Μετάβαση στο περιεχόμενο

Winkel

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Winkel die Winkel
γενική des Winkels der Winkel
δοτική dem Winkel den Winkeln
αιτιατική den Winkel die Winkel

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Winkel (de) αρσενικό

  1. άκρη
  2. (μαθηματικά) γωνία
  3. γνώμονας


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Winkel αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Winkel < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Winkel αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Winkel < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Winkel αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden